ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Κάρμεν Ρουγγέρη «Πολλοί τηλεοπτικοί ηθοποιοί εξαργυρώνουν την αναγνωρισιμότητά τους στο παιδικό θέατρο, θεωρώντας πως είναι κάτι εύκολο και απλό»

Η αγαπημένη ηθοποιός, σκηνοθέτις και συγγραφέας θυμάται χαρακτηριστικές στιγμές ευτυχίας και πίκρας από τριάντα χρόνια επιτυχιών στο θέατρο για παιδιά
 
Συνέντευξη στη Μαρία Τσιλιμιδού
 
Η παράσταση ολοκληρώνεται και ένα τσούρμο παιδιά, διαφόρων ηλικιών, τρέχει ν’ αγκαλιάσει τη δημιουργό της. Την Κάρμεν Ρουγγέρη. Να τη δει από κοντά, να την αγγίξει, να τη ρωτήσει λεπτομέρειες για το έργο, να της ζητήσει να του κάνει αφιέρωση σε κάποιο βιβλίο της. Οι γονείς, με την ίδια θέρμη, της τείνουν το χέρι για να τη συγχαρούν. Δεν έχει σημασία ο χρόνος, ο τόπος ή το έργο. Εικόνες σαν κι αυτές εκτυλίσσονται σε κάθε παράσταση που φέρει την υπογραφή της… γιαγιάς του ελληνικού παιδικού θεάτρου, όπως αυτοπροσδιορίζεται χαριτολογώντας. Γιατί κάθε άλλο παρά γιαγιά φαντάζει στα μάτια μικρών και μεγάλων αυτή η αεικίνητη, υπερδραστήρια και συνεχώς δημιουργική καλλιτέχνις. Σαν η καθημερινή επαφή με τα παιδιά να της προσφέρει απλόχερα φρεσκάδα. Στη μεγάλη αγάπη που εισπράττει αποδίδει την ενεργητικότητά της η ίδια.   
Γράφει, σκηνοθετεί, πρωταγωνιστεί… Πενήντα και πλέον παραστάσεις μέσα σε τριάντα χρόνια θητείας στο θέατρο για παιδιά ξεχωρίζουν στο βαρύ βιογραφικό της. Η αρχή έγινε με τους Ρακοσυλλέκτες, την ερασιτεχνική ομάδα που σύστησε στη δεκαετία του ’80 με παιδιά της Νέας Σμύρνης όπου έμενε -και τα δύο δικά της, την μετέπειτα σκηνογράφο, ενδυματολόγο και ηθοποιό Χριστίνα Κουλουμπή και τον μουσικό Βίκτωρα Κουλουμπή- για να περνούν όμορφα τον ελεύθερο χρόνο τους. Η επαγγελματική αναγνώρισή τους ξέφυγε γρήγορα από τα στενά όρια της γειτονιάς και… οι προτάσεις δεν άργησαν. Δημιούργησε την Παιδική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου και την Παιδική Σκηνή της Λυρικής. Η υποδοχή του κόσμου, πρωτοφανής. Λίστα αναμονής 180.000 ατόμων για την «Οδύσσεια» του Εθνικού, ένα κατάμεστο «Ακροπόλ» σε καθημερινή βάση στις διασκευασμένες όπερες για παιδιά κι ένα Ηρώδειο έτοιμο να βουλιάξει από 5.500 μικρούς θεατές σε κάθε καλοκαιρινή της παραγωγή, είναι μόνο κάποια παραδείγματα. Μια θεαματική πορεία που ανακόπηκε βίαια, ακριβώς λόγω της μεγάλης επιτυχίας. Ωστόσο, γονείς και παιδιά την ακολούθησαν πιστά στα επόμενα εγχειρήματά της. Κι εκείνη δεν τους πρόδωσε ποτέ.
Φέτος τη βρίσκουμε να ανεβάζει παράλληλα τρεις φιλόδοξες παραγωγές. Την «Ιλιάδα» του Ομήρου στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης, τον «Κουρέα της Σεβίλλης» στο Θέατρο Κιβωτός και το «Παραμύθι Χωρίς Όνομα» στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης. Στο… περιθώριο όλων αυτών καταφέραμε να τη συναντήσουμε.
 
Κάρμεν Ρουγγέρη
Κάρμεν Ρουγγέρη
 
       Ας ξετυλίξουμε, κ. Ρουγγέρη, το νήμα από την αρχή. Πώς ξεκίνησαν όλα;
       Ήταν το 1985. Είχα μικρά ακόμη τα παιδιά μου και ήθελα να βρω έναν τρόπο να περνούν δημιουργικά κι ευχάριστα τα σαββατοκύριακά τους. Έφτιαξα, λοιπόν, τους Ρακοσυλλέκτες, μια ομάδα όπου μπήκαν και άλλα 30 παιδιά της γειτονιάς, με στόχο όχι φυσικά να γίνουν ηθοποιοί όταν μεγαλώσουν. Αν και κάποιοι έγιναν, όπως ο Γιώργος Πυρπασόπουλος, η Ελένη Καρακάση, ο Στέφανος Κοσμίδης, ο Αλέξανδρος Κομπόγιωργας, η κόρη μου Χριστίνα Κουλουμπή.
 
       Πώς δουλεύατε τότε; Είχατε σχετικές γνώσεις;
       Το ένστικτό μου με καθοδηγούσε. Γρήγορα δημιουργήθηκε ένα ολόκληρο εργοτάξιο, όπου κάθε παιδί ανάλογα με τα προσόντα του αναλάμβανε μια ευθύνη. Ξέρετε, είχα έναν πατέρα συγκλονιστικό, καθηγητή πανεπιστημίου, ο οποίος έβλεπε πού είχαν έφεση τα παιδιά του και εκεί μας κατεύθυνε. Εγώ, ως καλλιτεχνική φύση, σπούδασα πιάνο, κλασικό τραγούδι, ζωγραφική, αλλά έμαθα και τρεις ξένες γλώσσες. Εφόδια και γνώσεις που χρησιμοποίησα αργότερα στους Ρακοσυλλέκτες. Τότε, επίσης, ξεκίνησα να γράφω και να σκηνοθετώ, ικανότητες που δεν ήξερα πως έχω. Προκειμένου όλα τα παιδιά να είναι ευτυχισμένα και να έχουν ίση συμμετοχή έπαιρνα ένα έργο και του δημιουργούσα επιπλέον ρόλους. Οι Ρακοσυλλέκτες ήταν το διδακτορικό μου στο παιδικό θέατρο. Μαζί τα κάναμε όλα, διαλέγαμε τα έργα, τη μουσική, φτιάχναμε τις αφίσες, τα σκηνικά, τα κοστούμια. Από τα σκουπίδια παίρναμε ό,τι μας χρειαζόταν. Με τις χάρτινες κούτες, θυμάμαι, κάναμε θαύματα. Όλο αυτό κράτησε αρκετά χρόνια, τα παιδιά μεγάλωναν, μπήκαν στην εφηβεία, πήραμε μέρος σε διαγωνισμούς, βραβευθήκαμε. Όλοι τους έγιναν αξιόλογοι άνθρωποι γιατί μέσα από το θέατρο μόνο να κερδίσουν έχουν τα παιδιά.
 
       Ώσπου, το 1993, ήρθε η πρόταση από το Εθνικό Θέατρο.
       Τότε δεν υπήρχε παιδική σκηνή στο Εθνικό, στο δυναμικό του οποίου ανήκα ως ηθοποιός. Με τους Ρακοσυλλέκτες ανεβάσαμε μια παράσταση για τα παιδιά του υπαλλήλων. Έκανε τρομερή εντύπωση. Με φώναξε ο τότε διευθυντής, ο Αλέξης Σολωμός, μου ζήτησε ένα έργο μου, το διάβασε και αυτό ήταν. Η “Αντζελίνα η Σταχτοπούτα” ήταν η πρώτη μου παράσταση. Δυο χρόνια αργότερα, επί διευθύνσεως Νίκου Κούρκουλου πλέον, πρότεινα να βγούμε και στην επαρχία, πράγμα που έγινε. Είχα την πεποίθηση πως εφόσον ήμουν στο Εθνικό Θέατρο δεν γίνεται να μην παρουσιάζουμε καλό θέατρο στα παιδιά όλης της Ελλάδας.
 
       Μια συνεργασία, λοιπόν, που ξεκίνησε με τις καλύτερες προϋποθέσεις και σφραγίστηκε από τη θερμή ανταπόκριση του κόσμου. Ωστόσο, εντός του Εθνικού, αισθανθήκατε πισώπλατες μαχαιριές;
       Από πολλές πλευρές. Να φανταστείτε έλεγαν κάποιοι πως “ακόμα κι ελικόπτερο να ζητήσει η Ρουγγέρη για το Παιδικό Στέκι, θα της το δώσουν”. Κι από στόμα σε στόμα βγήκε η φήμη πως το έχω ήδη πάρει! Ο Κούρκουλος, βέβαια, με στήριξε. Όταν του πρότεινα να παίξουμε στο Ηρώδειο, το δέχθηκε αμέσως και η πρωτόγνωρη προσέλευση του κόσμου μας δικαίωσε. Μετά ήρθε ο Λούκος και κατήργησε ό,τι είχε σχέση με τα παιδιά, τα οποία με αφορμή την παράσταση, γνώριζαν αυτό τον σπουδαίο χώρο και την ιστορία του, μάθαιναν να τον σέβονται.
 
       Διαβάζω σε δημοσιεύματα της εποχής πως σύμφωνα με τον απολογισμό του Εθνικού για τη θεατρική περίοδο 2000-2001, από τα 341.121 εισιτήρια που συνολικά διατέθηκαν για δεκαπέντε παραγωγές, τα 216.104 ήταν για τη μία της Παιδικής Σκηνής.
       Η αλήθεια είναι πως η επιτυχία αυτή ενόχλησε πολλούς. Θεωρούσαν πως τους «καπελώνω», γιατί ο κόσμος δεν έλεγε “πάω στο Εθνικό, αλλά πάω στη Ρουγγέρη”. Μα εμένα ο στόχος μου ήταν μόνο να κάνω σωστά τη δουλειά μου. Μετά από ένα σχετικό τηλεφώνημα του Νίκου Κούρκουλου, θύμωσα και πικράθηκα τόσο πολύ, κατέθεσα αμέσως την παραίτησή μου και την έκανε δεκτή. Ο κόσμος, όμως, με ακολούθησε. Τον επόμενο χρόνο ανέβασα τη “Χιονάτη με τους 7 ψηλούς νάνους” και δεν μπορείς να φανταστείς τι έγινε…
 
        Μιλήστε μου για τη συνεργασία με τη Λυρική, τότε που γνωρίζατε στα παιδιά μέσα από τις παραστάσεις σας τον Μότσαρτ, τον Ροσσίνι, τον Σούμπερτ.
       Ο σύζυγός μου, ο βαρύτονος Ανδρέας Κουλουμπής -αναπληρωτής διευθυντής τότε της ΕΛΣ- βλέποντας την επιτυχία και τη δυναμική που είχε η παιδική σκηνή του Εθνικού, μου πρότεινε το ‘95 ν’ αναλάβω, αμισθί εννοείται, τη δημιουργία της παιδικής σκηνής της Λυρικής, μια συνεργασία που κράτησε για πάνω από δεκαέξι χρόνια. Το πρώτο μας έργο ήταν ο “Βαστιανός και Βαστιανή”, μια όπερα που έγραψε ο Μότσαρτ στα 12 του χρόνια. Η ανταπόκριση, συγκινητική και η στήριξη του καλλιτεχνικού διευθυντή Λουκά Καρυτινού, σημαντική. Ενώ αρχικά οι παραστάσεις ήταν μόνο σαββατοκύριακο, μετά παίζονταν όλες τις ημέρες της εβδομάδας και στη συνέχεια μας δόθηκε μια σκηνή στο Ακροπόλ. Τη γεμίζαμε καθημερινά με 850 παιδιά.
 
       Μετά από τριάντα χρόνια αφοσίωσης στο παιδικό θέατρο, νιώθετε πως έχετε εκπληρώσει τους στόχους σας;
       Ανέκαθεν για μένα το παιδικό θέατρο ήταν μια πρόκληση. Το θεωρώ το δυσκολότερο είδος. Πρέπει να σας πω, πως πριν ασχοληθώ επαγγελματικά με το συγκεκριμένο χώρο, ήμουν μέλος σε μια επιτροπή του υπουργείου παιδείας, η οποία έδινε την έγκριση για το ποιες παραγωγές θα παίζονταν για τα σχολεία. Έβλεπα πάνω από πενήντα παραστάσεις το χρόνο και έφριττα με την προχειρότητα που πολλοί “συνάδελφοί” μου το αντιμετώπιζαν. Είχα “κόψει” αρκετό κόσμο και είχα γίνει κακιά με πολλούς. Ήμουν αυστηρή γιατί ήταν τεράστια η ευθύνη μου, να γνωρίσουν το θέατρο οι μαθητές μέσα από κάτι αξιόλογο και διδακτικό. Λαμπρή εξαίρεση, φυσικά, οι δουλειές της Ξένιας Καλογεροπούλου, αλλά και κάποιων μικρότερων σχημάτων, του “Θιάσου ’81”, του “Θεάτρου του Ήλιου”. Νομίζω αυτή ήταν και η αφορμή που μ’ έκανε να στραφώ σε αυτό, ν’ ανεβάσω λίγο ψηλότερα τον πήχη της ποιότητας. Έστω κι αν για τις δουλειές μου στο ελεύθερο θέατρο δεν επιχορηγήθηκα ποτέ. Είμαι, λοιπόν, στο χώρο αυτό από επιλογή. Κι αν με ρώταγες ανάμεσα σε ό,τι κάνω τι θα διάλεγα ξανά και μόνο, το θέατρο για τα παιδιά θα σου απαντούσα.
 
       Γι’ αυτό και δίνετε ακόμα και τώρα το «παρών» σε όλες σας τις δουλειές; Έστω κι αν δεν ερμηνεύετε κάποιο ρόλο επί σκηνής, υποδέχεστε τους θεατές, προλογίζετε τις παραστάσεις, τους αποχαιρετάτε στο φινάλε.
       Κάνω σαν τρελή για να προλάβω λες κι έχω… ραντεβού με τα παιδιά. Δεν είναι τυχαίο πως και τα δύο θέατρα (Κακογιάννης – Κιβωτός) γειτνιάζουν επί της Πειραιώς, ώστε να πηγαίνω από το ένα στο άλλο. Θέλω να βλέπω όλα τα παιδιά, μ’ ενδιαφέρει ν’ ακούω τα σχόλιά τους, τις παρατηρήσεις τους, πολλές φορές κάθομαι ανάποδα και βλέπω τα ματάκια τους την ώρα που παρακολουθούν την παράσταση. Είναι μικρές-μικρές στιγμές ευτυχίας που κάνουν μια μεγάλη αγκαλιά. Τη σπουδαιότερη ανταμοιβή. Και είμαι από τους τυχερούς, γιατί μετά από πενήντα παραγωγές δεν έχω γευθεί την αποτυχία.
 
       Σήμερα, πώς θα χαρακτηρίζατε τις θεατρικές δουλειές που απευθύνονται στο ανήλικο κοινό;
       Η αλήθεια είναι πως δεν έχω ακριβή εικόνα του χώρου τα τελευταία χρόνια, γιατί πολύ απλά δεν προλαβαίνω να παρακολουθήσω όσες θα ήθελα. Σίγουρα έχουν γίνει εξαιρετικές παραστάσεις που σέβονται το κοινό. Από την άλλη, παρατηρώ το εξής: Λόγω της κρίσης και της φτώχειας που επικρατεί στην ελληνική τηλεόραση από πλευράς νέων παραγωγών, πολλοί τηλεοπτικοί ηθοποιοί θέλοντας να εξαργυρώσουν την αναγνωρισιμότητά τους στρέφονται στο παιδικό θέατρο θεωρώντας ότι είναι κάτι εύκολο και απλό. Κι όμως, πρέπει ν’ αντιμετωπίζεται σαν ό,τι πολυτιμότερο, κι όχι σαν λύση ανάγκης.
 
       Κι εσείς, αντίστοιχα, είστε ένα πρόσωπο δημοφιλές κι αγαπητό μέσα από πολλά τηλεοπτικά σήριαλ, ερμηνεύοντας από τη “συμπεθέρα” στους “Δέκα Μικρούς Μήτσους” ως τη “γιαγιά Κικίτσα” στο “Δέκα λεπτά κήρυγμα”.
       Πράγματι, κι αυτό βοηθάει κάποια παιδιά να με αισθάνονται πιο οικεία. Νιώθω ευγνωμοσύνη στην τηλεόραση, καθώς σίγουρα έπαιξε ρόλο υποστηρικτικό στη θεατρική μου πορεία. Επίσης, όταν με φώναζαν σε μια εκπομπή, πάντα έθετα όρο να μιλήσω και για τις παιδικές παραστάσεις.
 
       Σας φοβίζει ο ανταγωνισμός;
       Μα θα ήταν ανόητο. Μακάρι να υπάρχουν πολλές και καλές δουλειές με ήθος και συνέπεια. Γιατί όταν ένα παιδί πάει σε μια κακή παράσταση, που π.χ. θα το τρομάξει ή θα το λυπήσει, δεν θα θέλει να ξαναπάει γενικά στο θέατρο. Ενώ αν μείνει ευχαριστημένο, κάποια στιγμή θα έρθει και σε μένα.
 
       Εσείς, έχετε πληγεί από την κρίση;
       Είναι δύσκολοι οι καιροί. Απορώ πώς ένας θίασος που κάνει δυο ή τρεις παραστάσεις την εβδομάδα για σχολεία μπορεί να συντηρηθεί. Προσωπικά, δεν έχω δει διαφορά στη προσέλευση (σ.σ. πριν ξεκινήσει η “Ιλιάδα” στο Κακογιάννης οι προπωλήσεις έφθαναν τις 20.000). Μόνο που αρκετά σχολεία μας ζητούν κάποιοι μαθητές να μην πληρώσουν εισιτήριο. Φυσικά, κάνουμε ό,τι μπορούμε, αρκεί να βγαίνουν τα έξοδα.
 
       Τη φετινή σαιζόν επανέρχεστε στην “Ιλιάδα” του Ομήρου, “ένα πολεμικό έπος που υμνεί την ειρήνη” όπως έχετε πει. Πόσο επικίνδυνο είναι ν’ αναμετριέται κανείς μ’ ένα τέτοιο κείμενο;
       Εάν μελετήσεις προσεχτικά, καθόλου. Να φανταστείτε, όταν την πρωτοανέβασα είχα κάνει προεργασία τριών χρόνων. Αλλά και τα σχόλια των φιλολόγων που την παρακολουθούν μου το επιβεβαιώνουν. Ήταν η αναμενόμενη συνέχεια μετά την περσινή “Οδύσσεια”, η οποία θα συνεχιστεί με κάποιες έκτακτες παραστάσεις. Έχω, άλλωστε, την εμπειρία πάνω στην ελληνική μυθολογία και γενικά πώς να κάνω θέατρο ένα μυθιστόρημα, ένα ποίημα, ένα έπος. Την ώρα που το γράφω, το έχω ήδη δει στο μυαλό μου. Όταν ξεκινούν οι πρόβες ξέρω απόλυτα τι θέλω από τον κάθε συντελεστή.
 
       Είναι, λοιπόν, η ελληνική μυθολογία μια ανεξάντλητη πηγή έμπνευσης για εσάς;
       Ακριβώς. Και θέλω να περάσω αυτή μου την αγάπη στα παιδιά. Να τους δώσω το κίνητρο να πάρουν το βιβλίο στο χέρι και να διαβάσουν περισσότερο, να εμβαθύνουν. Ένας από τους λόγους που επανέρχομαι στην “Ιλιάδα” είναι γιατί όταν εγώ πήγαινα σχολείο, δεν την πολυκαταλάβαινα. Στην παράσταση αποδίδεται με τέτοιο τρόπο ώστε ν’ αποκομίσουν οι μικροί θεατές μια όσο το δυνατόν πληρέστερη εικόνα. Μέσα σε δύο ώρες, βέβαια, διαλέγεις τα σημεία που πιστεύεις ότι θα τους βοηθήσουν να κατανοήσουν και να διδαχθούν. “Δηλαδή, πονάνε και οι Tρώες;” με ρώτησε μια μέρα ένα παιδάκι. Αυτή, πιστεύω, είναι και η ουσία του έργου, πως σ’ έναν πόλεμο όλοι δυστυχούν, όχι μόνο οι δικοί μας.
 
       Φέτος, επίσης, τιμάτε και τη γαλλική λογοτεχνία, ανεβάζοντας το μουσικό παραμύθι “Ο Κουρέας της Σεβίλλης” του Μπωμαρσαί, πλημμυρισμένο με τις μελωδίες του Ροσσίνι, στο Κιβωτός.
       Δίνω ένα σκαλάκι να πατήσουν τα παιδιά για να πάνε στην όπερα. Έχουμε επιλέξει τα πιο μελωδικά μέρη που χαϊδεύουν τα αυτάκια τους και τα συνδυάζουμε με πρόζα, συνεχή κίνηση, χορό και τραγούδι για να διηγηθούμε μια ιστορία αγάπης, ανάμεσα σ’ ένα αγόρι κι ένα κορίτσι. Συμπράττουν ηθοποιοί με πολύ καλές φωνές και όχι λυρικοί ερμηνευτές, για να είναι πιο προσιτοί στις μικρές ηλικίες. Θεωρώ πολύ σημαντικό τα παιδιά να ξεκινούν από την κλασική παιδεία και μετά να πηγαίνουν στα άλλα είδη.
Κάρμεν Ρούγγερη
Κάρμεν Ρούγγερη
 
       Τι απαντάτε σε αυτούς που χαρακτηρίζουν τις δουλειές σας όχι και τόσο… μοντέρνες;
        Οι κλασικοί προβληματισμοί είναι αιώνιοι. Τι πιο διαχρονικό από το να μιλήσεις στα παιδιά για τη βαθιά αγάπη που γεννιέται ανάμεσα σε δυο νέους ανθρώπους… Είναι αναμενόμενο κάποιοι να μου προσάπτουν διάφορα, με θεωρούσαν “μόδα” που θα πέρναγε και ενοχλούνται που ο κόσμος μας εμπιστεύεται ολοένα και περισσότερο. Πολλοί γονείς μου λένε ότι έρχονται πλέον στις δουλειές μας με κλειστά μάτια.
 
       Παράλληλα, όμως, κάνετε κι άλλα πολλά, όπως το Θεατρικό Παιχνίδι στο Ίδρυμα Κακογιάννης.
       Γενικά έχω ένα “ναι” πίσω από τη γλώσσα μου. Όταν μου ζητηθεί κάτι το αναλαμβάνω. Μ’ ενδιαφέρει να δίνω θέσεις εργασίας. Είναι μια εποχή ιδιαίτερα δύσκολη κι αν μπορείς να βοηθάς μέσα από τη δουλειά, όχι σαν ελεημοσύνη, είναι σημαντικό πιστεύω.
 
       Πώς είναι για μια μαμά να συνεργάζεται με την κόρη της;
       Η Χριστίνα από 9 ετών σχεδίαζε σκηνικά και κοστούμια. Από πολύ νωρίς κατάλαβα την επιδεξιότητά της στη ζωγραφική. Έχει τόση εμπειρία, που αν δεν ήταν κόρη μου πιστεύω θα είχε κάνει μεγάλη καριέρα στο χώρο της σκηνογραφίας. Σκέφτομαι κάποιες φορές μήπως της έχω κάνει κακό επειδή την έχω απορροφήσει τόσο πολύ στις δικές μας παραγωγές, αλλά δεν γίνεται διαφορετικά. Αποτελεί πλέον ένα πολύ μεγάλο κομμάτι της επιτυχίας των παραστάσεών μας, κάτι άλλωστε που το χαίρεται και η ίδια πολύ.

Copyrighted Image