Άλκη Ζέη «Αν τα παιδιά διαβάζουν σήμερα; Ναι, αυτά που συναντώ εγώ. Για τα άλλα δεν είμαι τόσο σίγουρη»
Η σπουδαία συγγραφέας μιλά στο paidiko–theatro.gr με αφορμή το «Καπλάνι της Βιτρίνας» που ανεβαίνει για δεύτερη σεζόν, φέτος στο «Αβάκιο»
Συνέντευξη στη Μαρία Τσιλιμιδού
Ένα παιδικό μου όνειρο εκπληρωνόταν εκείνο το πρωί, καθώς διέσχιζα τη λεωφόρο Αλεξάνδρας για να φθάσω στο σπίτι της Άλκης Ζέη. Θα γνώριζα επιτέλους από κοντά τη συγγραφέα που με τα βιβλία της με είχε ταξιδέψει στη νεότερη ιστορία της Ελλάδας με όλα τα δεινά και τα ευχάριστα που τη σημάδεψαν. Τη γυναίκα που για να συναντήσει τον αγαπημένο της σύζυγο, τον θεατρικό συγγραφέα Πέτρο Σεβαστίκογλου, αυτοεξορίστηκε ύστερα από πολλές περιπέτειες στην Τασκένδη. Τη μάνα που μεγάλωσε δύο παιδιά ανάμεσα σε Μόσχα, Αθήνα, Παρίσι, ενώ παράλληλα έδινε τη δική της μάχη επιβίωσης γράφοντας και μεταφράζοντας. Την αγωνίστρια που υπερασπίστηκε με θυσίες το όραμα των αριστερών συντρόφων της για ελευθερία και δημοκρατία. Όλα αυτά και κάτι ακόμα. Γνώρισα, τελικά, μια αιώνια έφηβη που στα 91 της χρόνια παραμένει το ίδιο δραστήρια, ανήσυχη μα και αισιόδοξη. Είχε μόλις επιστρέψει από δύο σύντομα επαγγελματικά ταξίδια σε Κύπρο και Λάρισα, ενώ ετοιμάζει… βαλίτσες για Βρυξέλλες, όπου ζει η κόρη της. Εκεί, μακριά από τις αθηναϊκές της υποχρεώσεις, μπορεί ν’ αφοσιώνεται στο γράψιμο. Και έχει πολύ γράψιμο ο φετινός χειμώνας. Τρία χρόνια μετά το αυτοβιογραφικό «Με μολύβι φάμπερ νούμερο δύο», έχει ήδη βρει το θέμα του επόμενου βιβλίου της. Είναι το μόνο που μας αποκαλύπτει.
Ξεκινήσαμε τη κουβέντα μας από τη θεατρική μεταφορά του πρώτου, πολυβραβευμένου και μεταφρασμένου σε 23 γλώσσες, μυθιστορήματός της «Το Καπλάνι της Βιτρίνας» σε σκηνοθεσία Ανδρομάχης Χρυσομάλη. Μετά την περσινή επιτυχία, η παράσταση επαναλαμβάνεται στο θέατρο Αβάκιο μ’ ένα αξιόλογο καστ να ενσαρκώνει τους εμβληματικούς ήρωες.
«Το ανέβασμα της Ανδρομάχης Χρυσομάλη με δικαίωσε. Παρά τις δυσκολίες, κατάφερε ν’ αναβιώσει επί σκηνής την ατμόσφαιρα του βιβλίου, το καλοκαίρι, τις διακοπές, την ξεγνοιασιά της παρέας, αλλά και τη σκιά που απλώθηκε πάνω μας με την Δικτατορία του Μεταξά. Στην περσινή πρεμιέρα είχαν έρθει η κόρη, η εγγονή μου, συγγενείς. “Πρώτη φορά είδα το μπαμπά μου να κλαίει” είπε μια ανιψιά μου στο τέλος.»
«Με το “Καπλάνι” στάθηκα τυχερή. Πρώτα με την τηλεοπτική μεταφορά του, το 1987, από την κρατική τηλεόραση και τώρα στο θέατρο. Είναι ευτυχής συγκυρία όταν ο συγγραφέας βλέπει το βιβλίο του να ζει και μακριά από τις σελίδες, γεγονός για το οποίο είμαι πάντα ιδιαίτερα επιφυλακτική.»
«Όταν κυκλοφόρησε η “Αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα”, πριν από τριάντα χρόνια, μου ζήτησαν τα δικαιώματα πολλές και σημαντικές πρωταγωνίστριες του θεάτρου, σκηνοθέτες, παραγωγοί. Όλους τους απέρριπτα. Ώσπου κάποιος με ρωτάει, μα ποια θέλεις τέλος πάντων και του απαντώ: την Μέριλ Στριπ! Από τότε σώπασαν.»
«Σίγουρα αισθάνομαι δικαιωμένη από τη μετέπειτα επιτυχία του “Καπλανιού”. Αν είχα μείνει στις κριτικές που είχα πάρει όταν πρωτοκυκλοφόρησε το 1963 θα έπρεπε να μη ξαναγράψω τίποτα και ποτέ στη ζωή μου. Ευτυχώς, όμως, είχα τον άνδρα μου Γιώργο Σεβαστίκογλου, τον εκδότη μου Δημήτρη Δεσποτίδη και τη θεία μου Διδώ Σωτηρίου που με υποστήριξαν και με παρότρυναν να συνεχίσω. Δέκα χρόνια μετά την πρώτη του έκδοση και ενώ πέρασε μία ακόμη χούντα, των συνταγματαρχών, άρχισαν ν’ αντιλαμβάνονται πως μπορούμε να μιλάμε σ’ ένα παιδικό βιβλίο για δικτατορία.»
Ιστορική αλήθεια ή παραμύθια;
«Τα τελευταία χρόνια παρατηρώ μια αναβίωση κειμένων της ελληνικής πεζογραφίας και στο θέατρο για παιδιά με έργα των Παπαδιαμάντη, Βιζυηνού, Παπαντωνίου κ.α. Ίσως γιατί δεν υπάρχουν πια συγγραφείς που να γράφουν αξιόλογα έργα για παιδιά. Στρέφονται σε ήδη γνωστά λογοτεχνικά βιβλία και τα διασκευάζουν. Ένας θησαυρός αποκαλύπτεται στις νεότερες γενιές, μαθαίνοντάς τους παράλληλα και την ιστορία μας, σε αντίθεση με τα παραμύθια με βασιλοπούλες και δράκους.»
«Ποτέ στα παιδιά μου δεν έλεγα παραμύθια. Όταν γεννήθηκαν μέναμε στη Μόσχα και ήθελα με κάποιο τρόπο να πλησιάσουν την Ελλάδα. Τους διηγούμουν λοιπόν κάθε βράδυ πώς περνούσαμε εγώ και η αδελφή μου όταν ήμασταν μικρές. Κάπως έτσι ξεπήδησε αργότερα το “Καπλάνι της Βιτρίνας”. Αλλά ακόμη και τα εγγόνια μου τις ιστορίες αυτές ήθελαν να τους λέω. Έβαζα και το απαραίτητο αλατοπίπερο, καθώς τις είχα εξαντλήσει πλέον, σε σημείο που αν τις έγραφα θα ξεπερνούσαν σε επεισόδια τη… “Λάμψη”.»
«Ανέκαθεν πίστευα πως στα παιδιά μπορείς να πεις τα πάντα αρκεί να ξέρεις τον τρόπο. Όχι διδακτικά, γιατί θα κλωτσήσουν. Ακόμη και στο βιβλίο που έγραψα για τα ναρκωτικά, την “Κωνσταντίνα και τις Αράχνες της”, προσπάθησα να βρω έναν πιο οικείο τρόπο να τα πλησιάσω, χωρίς να αισθάνονται ότι κάποιος τους κουνάει το δάχτυλο.»
Συναντώντας παιδιά και δασκάλους
«Η θερμή υποδοχή που έχουν γνωρίσει τα βιβλία μου, οφείλεται κυρίως σε δασκάλους που δεν αρκούνταν μόνο στο καθήκον τους. Σ’ εκείνους, δηλαδή, που με αφορμή ένα μικρό απόσπασμα που υπάρχει στο σχολικό βιβλίο, παρακινούν τους μαθητές να το διαβάσουν ολόκληρο, να το κάνουν θεατρικό, να το παίξουν στην τάξη, να το πλησιάσουν βιωματικά.»
«Για το εάν ένα παιδί θα διαβάζει λογοτεχνία ή όχι την κύρια ευθύνη -θεωρώ- την έχει ο δάσκαλος, περισσότερο κι από τον γονέα. Οι δάσκαλοι τα έχουν όλη μέρα και αυτοί είναι που θα δώσουν το βασικότερο ερέθισμα.»
«Αν τα παιδιά διαβάζουν σήμερα; Ναι, αυτά που συναντώ εγώ στα σχολεία όπου με καλούν και ο δάσκαλος τα έχει προετοιμάσει κατάλληλα. Για τα άλλα δεν είμαι τόσο σίγουρη. Τα κινητά, τα κομπιούτερ, η τηλεόραση είναι σίγουρα πιο τραβηχτικά από ένα βιβλίο. Κι οι γονείς δυσκολεύονται να θέσουν όρια. Όχι πως το ίντερνετ δεν είναι απαραίτητο. Όσα θα ψάχναμε εμείς σε δέκα βιβλιοθήκες, εκείνα το βρίσκουν σε ένα λεπτό. Αλλά η ισορροπία έχει χαθεί.»
«Αντίστοιχα μπορώ να σας μιλήσω για τους δασκάλους που εγώ συναντώ, για τους άλλους δεν γνωρίζω. Είναι άνθρωποι με πολύ κουράγιο και αφοσίωση στο έργο τους. Δεν υπολογίζουν ούτε ωράρια, ούτε αν είναι κακοπληρωμένοι, ούτε τις τραγικές ελλείψεις. Είχα πάει, θυμάμαι, σ’ ένα Γυμνάσιο της Πλατείας Αμερικής και τους άκουσα να κανονίζουν να βάψουν οι ίδιοι το σχολείο την Κυριακή.»
«Όταν επισκέπτομαι ένα σχολείο συζητώ με τα παιδιά, δεν τα συμβουλεύω. Η αφορμή είναι μόνο κάποιο βιβλίο μου. Συχνά με ρωτούν αν η ζωή σήμερα μοιάζει με τις δυσκολίες που πέρασα εγώ μικρή. Ούτε να το ξαναπείτε, τους λέω. Ούτε πόλεμο, ούτε κατοχή, ούτε πείνα έχουμε. Όσο άσχημες κι αν είναι οι συνθήκες δεν μπορούν να συγκριθούν σε τίποτα με τις εν ψυχρώ εκτελέσεις.»
«Μάλλον φταίει ότι οι νεότερες γενιές είναι γενικά πιο καλομαθημένες. Όταν επέστρεψα στην Αθήνα, ύστερα από δέκα χρόνια που ζούσα στη Σοβιετική Ένωση, μου έκανε τρομερή εντύπωση πώς μεγάλωναν τα ελληνόπουλα. Δεν τους στερούσαν τίποτα οι γονείς τους, παιχνίδια, δώρα, ρούχα, τα πάντα συνεχώς. Συνήθισαν όλοι στην άνεση ώσπου ξεκίνησε η κρίση.»
«Πέρασαν πολλά χρόνια για να μπορώ να βιοπορίζομαι από τα βιβλία μου. Το ίδιο και οι περισσότεροι συγγραφείς της γενιάς μου. Εκτός από τον Ελύτη που είχε περιουσία από την οικογένειά του, αρκετοί δούλευαν σε τράπεζες, δημόσιους οργανισμούς, έκαναν μεταφράσεις κι όμως παράλληλα έγραφαν, έστω και τη νύχτα.»
«Σε όλα τα βιβλία μου υπάρχουν βιογραφικές αναφορές. Το μόνο που δεν έχω ζήσει είναι “Η Κωνσταντίνα και οι αράχνες της”. Πήγαινα, ωστόσο, επί τρία χρόνια στο ΚΕΘΕΑ και μιλούσα με γονείς και παιδιά για να μπορέσω να φτιάξω τη δική μου ηρωίδα, τη δική μου ιστορία.»
«Δεν πιστεύω στα σεμινάρια δημιουργικής γραφής. Γι’ αυτό και δεν κάνω ποτέ, αν και μου έχει ζητηθεί επανειλημμένα. Δεν μπορώ να κατευθύνω κάποιον πώς να γράψει, είναι κάτι καθαρά προσωπικό. Ίσως άλλοι καταξιωμένοι συγγραφείς έχουν τον τρόπο και τη μεταδοτικότητα, εγώ όχι.»
Προσφυγικό, ξενοφοβία , φασισμός
«Αγανακτώ όταν ακούω κάποιους να ισχυρίζονται πως για όλα τα δεινά μας φταίνε οι ξένοι. Σαν να έχουν ξεχάσει οι Έλληνες το ίδιο τους το παρελθόν. Διάβασα πως σ’ ένα σχολείο έβαλαν οι γονείς τους μαθητές να γράψουν ένα γράμμα και να το υπογράψουν μπροστά στους καθηγητές ότι δεν θέλουν να έρθουν ξένα παιδιά. Είναι τραγικό να σπέρνεις στην ψυχούλα τους το μίσος, το φασισμό.»
«Έχω νιώσει στο πετσί μου τον ξεριζωμό, την νοσταλγία της πατρίδας, τις δύσκολες καταστάσεις. Ωστόσο δεν συγκρίνονται με την τραγική μοίρα των σημερινών προσφύγων. Είναι απελπιστική η κατάστασή τους. Και δεν ξέρω πώς μπορεί όλο αυτό να διορθωθεί. Εγώ όταν πήγα στην Τασκένδη ως πολιτική πρόσφυγας ζούσαν ήδη εκεί πέντε χρόνια ο Γιώργος και άλλοι Έλληνες και είχαν προσαρμοστεί σ’ ένα κράτος – σύμμαχο ιδεολογικά, που τους βοήθησε να μάθουν τη γλώσσα, να βρουν δουλειές, σπίτι.»
«Γενικά η Ευρώπη μοιάζει αδύναμη να λάβει μια σοβαρή απόφαση για το πώς θα διαχειριστεί το προσφυγικό. Για το πώς θα τους κατανείμει ανάλογα σε κάθε χώρα. Με αποτέλεσμα να κλείνουν σύνορα, να υψώνονται φράχτες. Οι πρώην σοσιαλιστικές χώρες, μάλιστα, είναι οι χειρότερες, όπως η Ουγγαρία. Ελπίζω να βρεθούν φωτεινά μυαλά και να στηρίξουν τα θεμέλια του ευρωπαϊκού οράματος.»
«Στην αντίπερα όχθη, οι άνθρωποι που βοηθούν και προσφέρουν. Το καλοκαίρι ήμουν στην Μυτιλήνη και μεταξύ άλλων είδα μια ομάδα που πήγαινε τα προσφυγόπουλα για μπάνιο στη θάλασσα, τους έκανε μαθήματα αγγλικών, γυμναστική. Ήταν συγκινητικό. Και εκείνα σαν τα μικρά ζωάκια που βγαίνουν από το κλουβί…»
«Όταν λέω ότι η Κατοχή ήταν η πιο εύκολη και ευτυχισμένη μας εποχή εννοώ πως η γενιά μου είχε ένα όραμα συγκεκριμένο. Ξέραμε τι θέλαμε και ποιος είναι ο εχθρός. Οι σημερινοί νέοι είναι πολύ μπερδεμένοι. Προσωπικά, ποτέ δεν πίστεψα σε συνθήματα τύπου “πρώτη φορά αριστερά”. Τι να πιστέψω όταν έβλεπα μια κυβέρνηση με τον Καμμένο; Γι’ αυτό και δεν αισθάνομαι απογοήτευση.»
«Πολύς κόσμος έχει χάσει την ελπίδα του και στρέφεται πού; Στη Χρυσή Αυγή. Με τρομάζουν τα ποσοστά της που συνεχώς αυξάνονται στις δημοσκοπήσεις. Θα έπρεπε εξαρχής να τους αντιμετωπίσουμε διαφορετικά και όχι να τους έχουμε στη Βουλή. Δεν θέλω να πιστεύω πως οι άνθρωποι που τους ψηφίζουν είναι φασίστες. Ίσως είναι άνθρωποι αμόρφωτοι, που αγνοούν την ιστορία. Μπορούν, όμως, με την ψήφο τους να επηρεάσουν τις ζωές όλων μας δραματικά. Ναζιστικά μορφώματα έχουν κατακλύσει πια ολόκληρη την Ευρώπη.»
Βιβλία και θέατρο
«Διαβάζω βιβλία συνεχώς. Από τα τελευταία, μου άρεσε πολύ η “Νίκη” του Χρήστου Χωμενίδη. Πηγαίνω συχνά και στο θέατρο. Είδα το «Κιβώτιο» του Άρη Αλεξάνδρου στο “Studio Μαυρομιχάλη”, μια εξαιρετική παράσταση. Δεν μπορώ πλέον να βλέπω τα… αναποδογυρισμένα έργα, τα μεταμοντέρνα. Νέοι σκηνοθέτες χωρίς να έχουν βαθειά γνώση π.χ. του Σαίξπηρ θέλουν να τον διασκευάσουν και να τον παρουσιάσουν αλλιώς. Δεν εννοώ πως προτιμώ τα κλασικά ανεβάσματα αλά Ροντήρη. Το ζητούμενο είναι να κρατιέται η ουσία του έργου και παράλληλα να προσφέρεται κάτι καινούριο.»
«Κρύβει παγίδες η αναμέτρηση του σκηνοθέτη με τον συγγραφέα. Ο σκηνοθέτης πρέπει να βγάζει στην επιφάνεια και το παραμικρό υπονοούμενο του έργου, που μπορεί να μην το είχε σκεφθεί καν ο συγγραφέας. Σπάνια πια γράφονται σπουδαία θεατρικά κείμενα. Μετά το “Bella Venezia” του Γιώργου Διαλεγμένου από τον Λευτέρη Βογιατζή (2005) δεν θυμάμαι κάποιο άλλο νέο ελληνικό έργο που να με έχει συνεπάρει.»
«Στην καθημερινότητά μου αυτό που απολαμβάνω περισσότερο είναι να πηγαίνω σε σπίτια φίλων, να τρώμε και να κουβεντιάζουμε. Έχουμε περιορίσει και τα εστιατόρια… Ζω, πάντως, σε έντονους ρυθμούς, παραπάνω ίσως απ΄ό,τι θα έπρεπε. Μ’ αρέσει να ταξιδεύω, με ανανεώνει. Πρόσφατα πήγα στην Κύπρο όπου συνεχίζεται ο «Περίπατος του Πέτρου» από τον ΘΟΚ, αλλά και στη Λάρισα όπου παρευρέθηκα στα εγκαίνια παιδικών βιβλιοθηκών σε σχολεία. Ακόμη θυμάμαι τη Λάρισα σαν μια λασπούπολη, Δεκέμβρη του ’44, στην υποχώρηση. Στην κεντρική πλατεία της πόλης έχασα το ένα παπούτσι μου. Ταλαιπωρήθηκα αρκετά γιατί δεν έβρισκα πουθενά ν’ αγοράσω άλλο ζευγάρι…»
Αναμνήσεις αντί επιλόγου
«Η θεία μου, Διδώ Σωτηρίου, με επηρέασε βαθιά. Τη γνώρισα όταν ήμουν οκτώ. Σ’ εκείνη χρωστάω πως δεν έγινα… ποιήτρια. Στο γάμο της με τον αγαπημένο μου θείο Πλάτωνα της έγραψα για δώρο ένα ποίημα. Το διάβασε, χαμογέλασε, αλλά τα εκφραστικά της μάτια άλλο έδειχναν. Πήρα το μήνυμα. Κι ενώ στα χρόνια που ακολούθησαν έχω χάσει χειρόγραφα και αρχεία, ξαφνικά φέτος το καλοκαίρι μέσα σε κάτι άσχετα χαρτιά ανακάλυψα το ποίημα αυτό. Πόσο δίκιο είχε η Διδώ. Ήταν τόσο βλακώδες.»
«Ο θείος Πλάτωνας ήταν ο μαθηματικός στο σχολείο μας. Αν και πολύ γλυκός άνθρωπος, δεν του έπαιρνες εύκολα τον αέρα. Είχε πέντε ανιψιές μαθήτριες και οι πέντε πάτος στα μαθηματικά. Κι όλο μας έβαζε ακόμη πιο κακούς βαθμούς απ’ ό,τι έπρεπε για να μη φανεί πως μεροληπτεί. Μια μέρα είχαμε διαγώνισμα και την παραμονή πήγα να μείνω σπίτι τους. Με σύμμαχο τη Διδώ κάναμε άνω κάτω όλο το σπίτι μήπως βρούμε τα θέματα. Εκείνος είχε ξαπλώσει και μας άφηνε να ψάχνουμε. Αφού είχαμε εξαντληθεί πια, μας αποκάλυψε πως τα είχε καρφιτσωμένα μέσα από την πυτζάμα του!»
«Γιατί έγινα συγγραφέας; Ίσως επειδή ήμουν παιδί σιωπηλό. Μίλαγε, άλλωστε, τόσο πολύ η αδελφή μου και για τις δυο μας. Γράφοντας έβρισκα τρόπο να εκδηλώνομαι με χιούμορ για πράγματα που δεν θα τολμούσα να πω. Από τις Κλαψωδίες στο σχολείο, σατιρίζοντας καθηγητές και μαθήτριες ως το εβδομαδιαίο χρονογράφημα στην Εφημερίδα του Τοίχου. Κάπως έτσι μπήκα στο κόσμο της γραφής.»
Περισσότερες πληροφορίες για το «Καπλάνι της Βιτρίνας» στο Θέατρο Αβάκιο διαβάστε ΕΔΩ.