Βασίλης Κουκαλάνι «Μπορούμε να αλλάξουμε τον κόσμο, μέρα με τη μέρα, έστω και λιγάκι»
Ο Ελληνο-Ιρανός ηθοποιός και σκηνοθέτης μιλάει για το νέο χειραφετημένο θέατρο για παιδιά που υπηρετεί μαζί με τη “Συντεχνία του Γέλιου”.
Συνέντευξη στην Μαρία Τσιλιμιδού
Στην αρχή ήταν ο «Νουριάν» που προσκάλεσε παιδιά -και γονείς- σε μια «γιορτή» αποδοχής και συμφιλίωσης με τον διαφορετικό, τον ξένο. Μετά ήρθαν «η Τζέλα, η Λέλα, ο Κόρνας και ο Κλεομένης» να διεκδικήσουν το αυτονόητο: ένα χώρο να παίζουν μεταμορφώνοντας τις γκρίζες και πολύβουες πόλεις σε πολύχρωμους φανταστικούς παιχνιδότοπους. Και τώρα ο Γυαλάκιας από την παράσταση «Είστε και Φαίνεστε» στο «Σύγχρονο Θέατρο» για ν’ αναδείξει τα αίτια και τις πληγές μιας ακόμη μάστιγας, του σχολικού εκφοβισμού.
Πίσω απ’ όλους τους ήρωες βρίσκεται ο άνθρωπος που τους «γέννησε», ο Γερμανός συγγραφέας Φόλκερ Λούντβιγκ, ιδρυτής του πρωτοποριακού θεάτρου GRIPS του Βερολίνου και καλλιτεχνικός διευθυντής του από το 1972. Τρία από τα δεκάδες έργα του βρήκαν την ιδανική αναβίωσή τους μέσα από τις παραστάσεις της Ομάδας Νεανικού Θεάτρου «Συντεχνία του Γέλιου». Ο λόγος στον επικεφαλής της, Βασίλη Κουκαλάνι.
– Τα τελευταία πέντε χρόνια, αρχής γενομένης από το «Μια Γιορτή στου Νουριάν», έχετε αφοσιωθεί σ’ ένα νέο είδος χειραφετημένου παιδικού και νεανικού θεάτρου έντονου κοινωνικού προβληματισμού. Μιλήστε μου γι’ αυτή την επιλογή σας.
– Για μένα είναι ένας τρόπος ώστε η τέχνη να γίνεται συμμέτοχη στους κοινωνικούς αγώνες, στο προοδευτικό ρεύμα των ιδεών. Το θέατρο μπορεί και πρέπει να αποτελεί ένα χρήσιμο εργαλείο για την κοινωνία. Να δείχνει την αλήθεια του κόσμου με τις αντιφάσεις, τις συγκρούσεις και τα καθημερινά προβλήματά του, να τα σχολιάζει και ν’ αποκαλύπτει τους μηχανισμούς που τα προκαλούν. Αναφέρομαι στον ρατσισμό, τη ξενοφοβία και τις προκαταλήψεις, τα ανθρώπινα δικαιώματα, την προστασία του περιβάλλοντος, την έλλειψη ζωτικών χώρων, το αδύναμο εκπαιδευτικό σύστημα με τα ολοένα κι αυξανόμενα κρούσματα bullying.
– Ποια είναι η ανταπόκριση των παιδιών απέναντι σ’ αυτά τα ζητήματα; Θα μπορούσε κάποιος να σκεφθεί ότι τα μικρότερα σε ηλικία δυσκολεύονται να τα παρακολουθήσουν.
– Κάθε άλλο. Γιατί όλα τα θέματα θίγονται με έντονα διασκεδαστικό τρόπο ενεργοποιώντας τη δική τους δράση και αντίδραση. Τα ίδια έρχονται να δώσουν λύσεις ακόμα και στα πιο σύνθετα προβλήματα, όπου οι ενήλικες πέφτουν σε μόνιμα αδιέξοδα. Στα έργα του ο Φόλκερ Λούντβιγκ βάζει τα παιδιά στο κέντρο του κοινωνικού συμβάντος, σαν να βλέπουν τον εαυτό τους επάνω στη σκηνή με τα προβλήματά τους, τους θυμούς τους και τις επιθυμίες τους, τις ανησυχίες και τη χαρά τους. Αυτή η δυνατή ταύτιση -σαν ο μεγάλος να τους κλείνει το μάτι και να συνηγορεί μαζί τους- κερδίζει την εμπιστοσύνη τους στο έπακρο.
– Είναι κι ένας τρόπος για να διαμορφώνετε τους αυριανούς σκεπτόμενους πολίτες;
– Ακριβώς. Ένα πράγμα που δεν προσφέρει πλέον το εκπαιδευτικό μας σύστημα είναι να μαθαίνει στα παιδιά να σκέφτονται με τρόπο δημιουργικό. Τους μαθαίνει ν’ ανταγωνίζονται, να παπαγαλίζουν, να αποδίδουν… Το GRIPS του Βερολίνου -που καθιέρωσε αυτό το χειραφετημένο και αντιααυταρχικό θέατρο για παιδιά- θα μπορούσε να μεταφραστεί στα ελληνικά «νιονιό», «σπίρτο αναμμένο», ένας άνθρωπος ο οποίος αναζητά την ψυχαγωγία μέσω της σκέψης που ανατρέφει, αποκαλύπτει και φυσικά έχει χιούμορ.
– Πώς ξεκίνησε η συνεργασία σας με τον Φόλκερ Λούντβιγκ;
– Ξέρω τις δουλειές του από μικρό παιδί. Όταν ήμουν εννιά χρόνων, το 1979, με είχαν πάει οι γονείς μου στο GRIPSκαι είχα δει το «Βάσος και Λιλή» (σ.σ. έχει ανέβει στην Ελλάδα από την Ξένια Καλογεροπούλου, όπως και το άλλο διάσημο έργο του Λούντβιχ «Ο Μορμόλης») και το «Μια γιορτή στου Παπαδάκη» την επόμενη χρονιά (σ.σ. στη γερμανική εκδοχή του έργου οι μετανάστες ήταν Έλληνες, ενώ στην ελληνική Ιρανοί). Αγαπούσα, λοιπόν, αυτό το θέατρο και αυτόν τον δημιουργό από παιδί. Όταν το 2010 αποφάσισα να κάνω τη διασκευή του «Μια γιορτή στου Νουριάν» τον πήρα τηλέφωνο κι έκτοτε ξεκίνησε μια ζεστή φιλία και συνεργασία. Δεν είναι τυχαίο που και τα δύο επόμενα έργα που ανεβάσαμε ήταν δικά του. Μάλιστα κάνουμε και κοινά σχέδια για το μέλλον, να γράψουμε κάτι μαζί.
– Τα έργα του Φόλκερ Λούντβιγκ, γραμμένα πριν από 40 και πλέον χρόνια, παραμένουν, ιδιαίτερα σήμερα, καυστικά και επίκαιρα. Πώς το εξηγείτε αυτό;
– Βασίζονται σ’ έναν υβριδικό συνδυασμό μεταξύ της απλής κωμωδίας των καταστάσεων, του μπουλβάρ δηλαδή, αλλά με μπρεχτικές δομές στην αφήγησή τους. Όπως ο Μπρεχτ δείχνει τον κόσμο από τη σκοπιά της εργαζόμενης τάξης και των νέων, φέρνει στο προσκήνιο τα κακώς κείμενα, προτάσσει την προοπτική αλλαγής αυτού του κόσμου και στο τέλος εμψυχώνει πως είναι εφικτή. Από την πλευρά μας κάνουμε μια δημιουργική προσαρμογή στα ελληνικά δεδομένα του σήμερα, αλλά γενικά η δραματουργία και η θεματολογία τους είναι διαχρονική.
– Τι απαντάτε σε όσους ισχυρίζονται ότι όλα αυτά ακούγονται κάπως ουτοπικά;
– Όλα τα μέλη της Συντεχνίας του Γέλιου πιστεύουμε ότι μπορούμε να αλλάξουμε τον κόσμο, μέρα με τη μέρα, έστω και λιγάκι. Υπάρχουν καλλιτέχνες που λένε πως η τέχνη δεν πρέπει να έχει σχέση με την πολιτική, δεν μπορεί να ακολουθεί την κοινωνία, πως οφείλει να έχει το δικό της αυτόνομο δρόμο. Πιστεύουν, για παράδειγμα, πως αδυνατεί να σταματήσει την επέλαση του φασισμού και θέλω απλά να τους ρωτήσω «το δοκιμάσατε και δεν σας πέτυχε;». Το κοινό, από την άλλη, θεωρεί πως οι καλλιτέχνες κάνουμε αρπαχτές εκμεταλλευόμενοι τις παρούσες, δύσκολες συνθήκες που βιώνει η χώρα.
– Λένε πως μέσα από το χιούμορ μπορούν να ειπωθούν τα πιο σοβαρά θέματα. Ισχύει στις δικές σας παραστάσεις;
– Οι αστείες καταστάσεις είναι κυρίαρχες. Αναφέρομαι, όμως, σ’ ένα σύνθετο γέλιο, πηγαίο και αυτόματο, όταν αναγνωρίζεις στη σκηνική δράση μια δική σου συνθήκη, όταν συναισθάνεσαι έναν άνθρωπο και δεν βλέπεις απλά κάποιους ηθοποιούς να παίζουν. Ένα γέλιο που περιπαίζει τους ενήλικες και προσφέρει δυνατά πρότυπα και εμπειρίες. Συγκινούμαι όταν τυχαία συναντώ στο δρόμο τσιγγανόπουλα (σ.σ. κάθε χρόνο η Συντεχνία του Γέλιου προσκαλεί στις παραστάσεις της σχολεία από το Ζεφύρι και τις γύρω περιοχές) και μου φωνάζουν «Ε, Νουριάν, τι γίνεται, πως είσαι;» Ξαφνικά θυμούνται αληθινούς ήρωες. Δεν κάνουμε, επομένως, ένα θέαμα με χρυσόσκονη, εντυπωσιακά κοστούμια και φώτα που μετά σβήνουν και η ζωή γίνεται το ίδιο γκρίζα και μονότονη όπως πριν.
– Φέτος ο «Νουριάν» θα παίζεται για πέμπτη χρονιά στο «Σύγχρονο Θέατρο», η «Τζέλα» για τρίτη, παράλληλα με το νέο έργο «Είστε και Φαίνεστε». Περιμένατε τέτοια θερμή αποδοχή από το κοινό;
– Βαθιά μέσα μου, ναι. Διατηρούσα, ωστόσο, μια επιφύλαξη για το εάν οι προσπάθειες και οι στόχοι μας θα αναγνωρίζονταν μέσα στο θεατρικό κατεστημένο και τον σκληρό ανταγωνισμό που υπάρχει ειδικά στις παιδικές σκηνές. Οι περισσότερες παραστάσεις έφεραν μια χριστουγεννιάτικη αισθητική, εύκολου συναισθηματισμού και παραμυθένιας θεματολογίας. Γεγονός, παρατηρώ, που αρχίζει ν’ αλλάζει τα τελευταία χρόνια ανεβάζοντας πιο σύγχρονες ιστορίες, με ήρωες τα ίδια τα παιδιά, όχι βασιλιάδες, γαϊδαράκους, μάγισσες και πριγκίπισσες.
– Πώς πραγματεύεται, λοιπόν, το «Είστε και Φαίνεστε» το φαινόμενο του bullying;
– Θέτει σε κοινή θέα επί σκηνής την πραγματική καθημερινότητα των μαθητών, των γονιών και των δασκάλων, ενώ αμφισβητεί ένα εκπαιδευτικό σύστημα αντιφατικό, ημιθανές κι απάνθρωπο. Που αρέσκεται να βάζει τα παιδιά σε κουτάκια, περιορίζοντας τη φαντασία και τη δημιουργικότητά τους. Που αποκλείει ανθρώπους λόγω κοινωνικής τάξης και δεν προωθεί την ελεύθερη σκέψη και έκφραση. Που δεν επιτρέπει ακόμα και στον δάσκαλο με τις καλύτερες προθέσεις να λειτουργήσει αυθόρμητα κι εποικοδομητικά. Το «Είστε και Φαίνεστε» (σ.σ. γραμμένο το 1973) δείχνει πώς γεννιέται και εκφράζεται η επιθετικότητα και η σχολική κακοποίηση μ’ ένα ξεκάθαρο, ρεαλιστικό και υπεύθυνο τρόπο.
– Ο ρόλος του Νουριάν στάθηκε καθοριστικός για την καριέρα σας. Έχετε κοινές, τραυματικές, εμπειρίες με τον ήρωα;
– Προσωπικά, δεν βίωσα ρατσισμό. Μεγάλωσα ανάμεσα σε Ελλάδα (καταγωγή της μητέρας μου) Ιράν (καταγωγή του πατέρα μου) και Γερμανία. Όταν ήρθα εδώ μιλούσα ελληνικά και είχα ήδη ζήσει σε δύο άλλες χώρες, οπότε είχα μια σχετική προσαρμοστικότητα. Αλλά έχω παρατηρήσει να γεννάται σε δύσκολες εποχές και να χρησιμοποιείται από τα μέσα ενημέρωσης και τις δυνάμεις καταστολής όποτε ήθελαν να δημιουργούνται εντυπώσεις. Όταν η Χρυσή Αυγή έπρεπε να βγει στο προσκήνιο το 2010 και να μπει τελικά στη Βουλή το 2012, πάνω από το 1/3 των μεταναστών είχαν φύγει από τη χώρα καθώς έβλεπαν να ξεσπά η οικονομική κρίση. Στο χαμηλότερο, δηλαδή, σημείο του μεταναστευτικού κύματος της τελευταίας δεκαετίας κι ενώ κανείς δεν τους πείραζε στην Ευριπίδου ή στη Σοφοκλέους, ξαφνικά οι χρυσαυγίτες θυμήθηκαν πως είμαστε τίγκα στους αλλοδαπούς. Όλο αυτό, για μένα, ήταν ένα καλά μεθοδευμένο επικοινωνιακό τρικ για να έρθει στο προσκήνιο και να εκβιαστούν φόβοι και συνειδήσεις. Αποτέλεσμα; Πολύς κόσμος να πιστέψει πως πρόκειται πράγματι για ένα κοινοβουλευτικό κόμμα κι όχι για ένα επικίνδυνο ναζιστικό μόρφωμα.
– Τι μπορεί να «ξυπνήσει» τέτοια ένστικτα, πιστεύετε;
– Ο ρατσισμός δεν είναι εγγενές χαρακτηριστικό του ανθρώπου. Οι φοβικές συμπεριφορές και αντιλήψεις έχουν χρόνο και τόπο γέννησης. Ενεργοποιούνται από τις κοινωνικές αντιφάσεις, τη φτώχεια, την πόλωση, την άγνοια, την απελπισία. Πραγματικά δεν ξέρω πού θα σταματήσει όλο αυτό αν συνεχίσει η Ελλάδα να ζει τόσο τραγικές στιγμές. Αισιοδοξώ, πάντως, πως με τη δράση του αντιφασιστικού κινήματος και τη δίκη της Χρυσής Αυγής θα περιθωριοποιηθεί. Θα επιστρέψει εκεί απ’ όπου ανασύρθηκε για να μας τρομάξουν, στα έγκατα και τα αζήτητα της Ιστορίας.